οἰνοδόκον

οἰνοδόκον
οἰνοδόκος
receiving
masc/fem acc sg
οἰνοδόκος
receiving
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οινοδόκος — οἰνοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόκος δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • υαλούς — και ὑελοῡς, ῆ, οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, έα, ον, Α 1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.) 2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. εος / οῦς (πρβλ. χρύσ εος / οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”